- εφταμηνίτικος
- -η, -ο1. αυτός που γεννήθηκε πρόωρα στους εφτά μήνες.2. αδύνατος, μικροκαμωμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εφταμηνίτικος — η, ο [εφταμηνίτης] αυτός που γεννήθηκε τον έβδομο μήνα από τη σύλληψή του, μετά από επτάμηνη κύηση … Dictionary of Greek
-ίτικος — κατάλ. επιθέτων τής Νέας Ελληνικής η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. ίτης με την κατάλ. ικός και δηλώνει καταγωγή, προέλευση και, γενικά, αυτό που ανήκει ή αναφέρεται σε εκείνο που σημαίνει το αντίστοιχο όν. σε ίτης (πρβλ. ανατολ… … Dictionary of Greek
επτάμηνος — η, ο (AM ἑπτάμηνος, ον) 1. αυτός που διαρκεί επτά μήνες («επτάμηνη προθεσμία, παράταση») 2. το ουδ. ως ουσ. το επτάμηνο χρονικό διάστημα επτά μηνών αρχ. 1. αυτός που γεννήθηκε τον έβδομο μήνα μετά τη σύλληψή του, ο εφταμηνίτικος 2. το θηλ. ως ουσ … Dictionary of Greek
εφταμηνίτης — και επταμηνίτης, ο, εφταμηνίτισσα και επταμηνίτισσα, η, εφταμηνίτικο, το [εφτάμηνο] 1. εφταμηνίτικος 2. μτφ. αυτός που παρουσιάζει σωματικές ατέλειες, ατροφικός, μικροκαμωμένος … Dictionary of Greek